- πηκτοειδής
- ές, Ν1. αυτός που μοιάζει με πηκτή2. φρ. «πηκτοειδής πυρήνας»ανατ. το κεντρικό ζελατινοειδές τμήμα τού μεσοσπονδύλιου δίσκου, που περιβάλλεται από τον ινώδη δακτύλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπονδυλική στήλη — (Ανατ.). Σχηματισμένη από 33 ή 34 οστέινα στοιχεία, τους σπονδύλους, που είναι τοποθετημένοι ο ένας πάνω στον άλλο, αποτελεί τον άξονα του σκελετού μας και συγχρόνως προστατευτική θήκη του νωτιαίου μυελού και σημείο στήριξης για τα περισσότερα… … Dictionary of Greek
Ακτινόζωα — Τάξη θαλάσσιων πρωτόζωων, της ομοταξίας των ριζοπόδων ή σαρκωδών. Είναι μικροσκοπικοί μονοκύτταροι οργανισμοί. Το σώμα τους αποτελείται από δύο μέρη: ένα εξωτερικό, το εκτόπλασμα, και μια κεντρική μάζα, το ενδόπλασμα, που περιέχει τον πυρήνα. Τα… … Dictionary of Greek
υαλοειδής — ές / ὑαλοειδής, ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με ύαλο, ο στιλπνός και διαφανής νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών 2. φρ. α) «υαλοειδές σώμα» ανατ. διαφανής πηκτοειδής σφαιρικός σχηματισμός τού ματιού μεταξύ τού… … Dictionary of Greek
υδροπηκτή — η, Ν χημ. πηκτοειδής μάζα που σχηματίζεται κατά την ψύξη τών υδρόφιλων κολλοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πηκτός] … Dictionary of Greek